πανοσιότατος

πανοσιότατος
Τίτλος προσφωνητικός των μοναχών, που στα εκκλησιαστικά έγγραφα τιτλοφορούνται οσιότατοι ή και οσιολογιότατοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πανοσιότατος — η, ο (υπερθ. του πανόσιος), προσφώνηση των άγαμων ιερέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιδέσιμος — Ο σεβάσμιος, ο έντιμος, ο σεμνός. 0 Παυσανίας (Λακων. 5,6) αποκαλεί το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα Πελοποννησέοις πάσιν αιδέσιμον. Το επίθετο α. χρησιμοποιείται επίσης και για ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας ή κατόχους υψηλού αξιώματος «ήγετο …   Dictionary of Greek

  • πανοσιότητα — η [πανόσιος] 1. η ιδιότητα τού πανοσίου, πανιερότητα 2. εκκλησιαστικός τίτλος αντί τού πανοσιότατος («η πανοσιότητά σας») …   Dictionary of Greek

  • πανόσιος — α, ο / πανόσιος, ία, ον, ΝΜ 1. οσιότατος, κατά τα πάντα όσιος 2. (το αρσ. στον υπερθ. ως ουσ.) ο πανοσιότατος και πανοσιώτατος τιμητικός τίτλος τών άγαμων κληρικών και ιερομονάχων («πανοσιώτατοι ἡγούμενοι», Καισ. Δαπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”